φιλοστόργως

φιλοστόργως
D0-0-0-0-1=1 2 Mc 9,21
kindly

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοστόργως — ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν επίρρ. βλ. φιλόστοργος …   Dictionary of Greek

  • φιλοστόργως — φιλόστοργος loving tenderly adverbial φιλόστοργος loving tenderly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναγκαλίζομαι — (AM ἐναγκαλίζομαι) 1. παίρνω ή σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω 2. ενστερνίζομαι, προσοικειώνομαι κάτι, ακολουθώ με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο φιλοστόργως», Ηράκλειτ.) αρχ. 1. περιβάλλω κυκλικά 2. μέσ. περιβάλλομαι από κάτι («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”